έξαρθρος — ἔξαρθρος, ον (Α) 1. εξαρθρωμένος, αυτός που έπαθε λύση τής άρθρωσης, μετατόπιση τού άρθρου, τού οστού, εξάρθρωση («τοῡ δεξιοῡ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι», Ιώσ.) 2. αυτός που έχει εξέχοντα τα άρθρα, κακώς σχηματισμένες τις αρθρώσεις («ἄλλοι γὰρ… … Dictionary of Greek
έξαρμος — ἔξαρμος, ον (Α) [αρμός] αυτός που έχει εξαρμοσμένα τα μέλη, ο εξαρθρωμένος … Dictionary of Greek
εκπαλής — ἐκπαλής, ές (Α) εξαρθρωμένος … Dictionary of Greek
λύγος — (I) ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ) 1. η λυγαριά 2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον… … Dictionary of Greek
παλέω — (Α) 1. φθείρομαι, καταστρέφομαι 2. (κατά τον Ησύχ.) «παλήσειε διαφθαρείη ἐπάλησεν ἐφθάρη. πεπαληκέναι ἐκπεσεῑν. πεπαλημέναι βεβλαμμέναι» 3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) α) «πεπαλμένος βεβλαμμένος» β) «πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῑα».… … Dictionary of Greek
εξαρθρώνομαι — εξαρθρώνομαι, εξαρθρώθηκα, εξαρθρωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξαρθρώνω — εξάρθρωσα, εξαρθρώθηκα, εξαρθρωμένος, μτβ. 1. βγάζω από την άρθρωση, βγάζω (από την κλείδωση), στραμπουλίζω. 2. μτφ., προκαλώ την εξάρθρωση οργάνωσης, αποδιοργανώνω, ξεχαρβαλώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεχαρβάλωτος — η, ο ξεχαρβαλωμένος, εξαρθρωμένος: Το αυτοκίνητο είναι ξεχαρβάλωτο και δεν κάνει για ταξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεχαρβαλώνω — ξεχαρβάλωσα, ξεχαρβαλώθηκα, ξεχαρβαλωμένος 1. μτβ., εξαρθρώνω, παραλύω, διαλύω: Ξεχαρβάλωσες την πόρτα με τα χτυπήματα σου. 2. το παθ., εξαρθρώνομαι παθαίνω παράλυση: Ξεχαρβαλώθηκε το κάθισμα. 3. η μτχ., ξεχαρβαλωμένος, η, ο ο εξαρθρωμένος και,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)